προλύπησις
προλύπησις
from προλῡπέομαι
προλύπησις, εως,
previous distress, Plat.
{
"content": "προλύπησις\n from προλῡπέομαι\n προλύπησις, εως,\n previous distress, Plat.",
"key": "prolu/phsis"
}