Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκώμιον
πρόκωπος
προλάζυμαι
προλαλέω
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεσχηνεύομαι
προλεύσσω
πρόλογος
προλοχίζω
προλυμαίνομαι
προλυπέομαι
προλύπησις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντεία
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
View word page
προλοχίζω
προλοχίζω fut. Attic ιῶ to lay an ambuscade beforehand: — Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the ambush that had before been laid, Thuc. to beset with an ambuscade, Thuc.

ShortDef

to lay an ambuscade beforehand

Debugging

Headword:
προλοχίζω
Headword (normalized):
προλοχίζω
Headword (normalized/stripped):
προλοχιζω
IDX:
27673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27706
Key:
proloxi/zw

Data

{'content': 'προλοχίζω\n fut. Attic ιῶ\n to lay an ambuscade beforehand: — Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the ambush that had before been laid, Thuc.\n to beset with an ambuscade, Thuc.', 'key': 'proloxi/zw'}