Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκυρόομαι
Προκύων
προκώμιον
πρόκωπος
προλάζυμαι
προλαλέω
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεσχηνεύομαι
προλεύσσω
πρόλογος
προλοχίζω
προλυμαίνομαι
προλυπέομαι
προλύπησις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντεία
προμαντεύομαι
View word page
προλεύσσω
προλεύσσω to see before oneself or in front, Soph.

ShortDef

to see before oneself

Debugging

Headword:
προλεύσσω
Headword (normalized):
προλεύσσω
Headword (normalized/stripped):
προλευσσω
IDX:
27671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27704
Key:
proleu/ssw

Data

{'content': 'προλεύσσω\n to see before oneself or in front, Soph.', 'key': 'proleu/ssw'}