Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκύπτω
προκυρόομαι
Προκύων
προκώμιον
πρόκωπος
προλάζυμαι
προλαλέω
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεσχηνεύομαι
προλεύσσω
πρόλογος
προλοχίζω
προλυμαίνομαι
προλυπέομαι
προλύπησις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντεία
View word page
προλεσχηνεύομαι
προλεσχηνεύομαι Dep. to hold conversations with one before, c. dat. pers., Hdt.
ShortDef
to hold conversations with
Debugging
Headword:
προλεσχηνεύομαι
Headword (normalized):
προλεσχηνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προλεσχηνευομαι
IDX:
27670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27703
Key:
prolesxhneu/omai
Data
{'content': 'προλεσχηνεύομαι\n Dep. to hold conversations with one before, c. dat. pers., Hdt.', 'key': 'prolesxhneu/omai'}