Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
View word page
ἀγριότης
ἀγριότης ἄγριος wildness, savageness, Xen., etc. in moral sense, savageness, fierceness, cruelty, Plat., etc.

ShortDef

wildness, savageness

Debugging

Headword:
ἀγριότης
Headword (normalized):
ἀγριότης
Headword (normalized/stripped):
αγριοτης
IDX:
277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n277
Key:
a)grio/ths

Data

{'content': 'ἀγριότης\n ἄγριος\n wildness, savageness, Xen., etc.\n in moral sense, savageness, fierceness, cruelty, Plat., etc.', 'key': 'a)grio/ths'}