Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύπτω
προκυρόομαι
Προκύων
προκώμιον
πρόκωπος
προλάζυμαι
προλαλέω
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεσχηνεύομαι
προλεύσσω
πρόλογος
προλοχίζω
προλυμαίνομαι
View word page
πρόκωπος
πρόκωπος πρό-κωπος, ον, κώπη of a sword, grasped by the hilt, drawn, Aesch., Eur.:—metaph. ready, Aesch.
ShortDef
grasped by the hilt, drawn
Debugging
Headword:
πρόκωπος
Headword (normalized):
πρόκωπος
Headword (normalized/stripped):
προκωπος
IDX:
27664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27696
Key:
pro/kwpos
Data
{'content': 'πρόκωπος\n πρό-κωπος, ον,\n κώπη\n of a sword, grasped by the hilt, drawn, Aesch., Eur.:—metaph. ready, Aesch.', 'key': 'pro/kwpos'}