Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύπτω
προκυρόομαι
Προκύων
προκώμιον
πρόκωπος
προλάζυμαι
προλαλέω
προλαμβάνω
προλέγω
προλείπω
προλεσχηνεύομαι
View word page
προκύπτω
προκύπτω fut. ψω to stoop and bend forward, to peep out, Ar.
ShortDef
to stoop and bend forward, to peep out
Debugging
Headword:
προκύπτω
Headword (normalized):
προκύπτω
Headword (normalized/stripped):
προκυπτω
IDX:
27660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27692
Key:
proku/ptw
Data
{'content': 'προκύπτω\n fut. ψω\n to stoop and bend forward, to peep out, Ar.', 'key': 'proku/ptw'}