Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύπτω
προκυρόομαι
Προκύων
προκώμιον
πρόκωπος
προλάζυμαι
προλαλέω
προλαμβάνω
προλέγω
View word page
προκυλινδέομαι
προκυλινδέομαι Pass. to roll at the feet of another, Lat. provolvi ad genua alicujus, τινι Ar.; τινος Dem.

ShortDef

to roll at the feet of

Debugging

Headword:
προκυλινδέομαι
Headword (normalized):
προκυλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
προκυλινδεομαι
IDX:
27658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27690
Key:
prokulinde/omai

Data

{'content': 'προκυλινδέομαι\n Pass. to roll at the feet of another, Lat. provolvi ad genua alicujus, τινι Ar.; τινος Dem.', 'key': 'prokulinde/omai'}