Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύπτω
προκυρόομαι
Προκύων
προκώμιον
πρόκωπος
προλάζυμαι
View word page
προκρίνω
προκρίνω fut. κρινῶ to choose before others, choose by preference, prefer, select, Hdt., Attic:—Pass. to be preferred before others, τὰ προκεκριμένα the most eminent, Hdt.: c. inf., τοῦτο προκέκριται εἶναι κάλλιστον Xen.; inf., τὸ ἐμὲ προκριθῆναι ἄρχοντα Xen. c. gen. to prefer before others, Plat.:—Pass., τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι Hdt. c. acc. et inf. to judge or decide beforehand that . . , Xen.

ShortDef

to choose before others, choose by preference, prefer, select

Debugging

Headword:
προκρίνω
Headword (normalized):
προκρίνω
Headword (normalized/stripped):
προκρινω
IDX:
27655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27687
Key:
prokri/nw

Data

{'content': 'προκρίνω\n fut. κρινῶ\n to choose before others, choose by preference, prefer, select, Hdt., Attic:—Pass. to be preferred before others, τὰ προκεκριμένα the most eminent, Hdt.: c. inf., τοῦτο προκέκριται εἶναι κάλλιστον Xen.; inf., τὸ ἐμὲ προκριθῆναι ἄρχοντα Xen.\n c. gen. to prefer before others, Plat.:—Pass., τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι Hdt.\n c. acc. et inf. to judge or decide beforehand that . . , Xen.', 'key': 'prokri/nw'}