Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύπτω
προκυρόομαι
Προκύων
προκώμιον
πρόκωπος
View word page
πρόκριμα
πρόκριμα πρόκρῐμα, ατος, τό, prejudgment, prejudice, NTest. from προκρί_νω

ShortDef

prejudgment, prejudice

Debugging

Headword:
πρόκριμα
Headword (normalized):
πρόκριμα
Headword (normalized/stripped):
προκριμα
IDX:
27654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27686
Key:
pro/krima

Data

{'content': 'πρόκριμα\n πρόκρῐμα, ατος, τό,\n prejudgment, prejudice, NTest.\n from προκρί_νω', 'key': 'pro/krima'}