Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύπτω
View word page
προκομίζω
προκομίζω fut. σω to bring forward, produce, Luc. Pass. to be carried before to a place of safety, Hdt.

ShortDef

to bring forward, produce

Debugging

Headword:
προκομίζω
Headword (normalized):
προκομίζω
Headword (normalized/stripped):
προκομιζω
IDX:
27650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27682
Key:
prokomi/zw

Data

{'content': 'προκομίζω\n fut. σω\n to bring forward, produce, Luc.\n Pass. to be carried before to a place of safety, Hdt.', 'key': 'prokomi/zw'}