Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
View word page
προκόλπιον
προκόλπιον προ-κόλπιον, ου, τό, a robe falling over the breast, Theophr.

ShortDef

a robe falling over the breast

Debugging

Headword:
προκόλπιον
Headword (normalized):
προκόλπιον
Headword (normalized/stripped):
προκολπιον
IDX:
27649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27681
Key:
proko/lpion

Data

{'content': 'προκόλπιον\n προ-κόλπιον, ου, τό,\n a robe falling over the breast, Theophr.', 'key': 'proko/lpion'}