Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
προκυλινδέομαι
View word page
προκολακεύω
προκολακεύω fut. σω to flatter beforehand, Plat.
ShortDef
to flatter beforehand
Debugging
Headword:
προκολακεύω
Headword (normalized):
προκολακεύω
Headword (normalized/stripped):
προκολακευω
IDX:
27648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27680
Key:
prokolakeu/w
Data
{'content': 'προκολακεύω\n fut. σω\n to flatter beforehand, Plat.', 'key': 'prokolakeu/w'}