Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
πρόκριτος
πρόκροσσοι
View word page
προκολάζω
προκολάζω fut. -άσομαι to chastise beforehand, Arist.
ShortDef
to chastise beforehand
Debugging
Headword:
προκολάζω
Headword (normalized):
προκολάζω
Headword (normalized/stripped):
προκολαζω
IDX:
27647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27679
Key:
prokola/zw
Data
{'content': 'προκολάζω\n fut. -άσομαι\n to chastise beforehand, Arist.', 'key': 'prokola/zw'}