Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκριμα
προκρίνω
View word page
προκοιτία
προκοιτία προκοιτία, ἡ, a watch kept before a place; in pl., like Lat. excubiae, Polyb. from πρόκοιτος

ShortDef

a watch kept before

Debugging

Headword:
προκοιτία
Headword (normalized):
προκοιτία
Headword (normalized/stripped):
προκοιτια
IDX:
27645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27677
Key:
prokoiti/a

Data

{'content': 'προκοιτία\n προκοιτία, ἡ,\n a watch kept before a place; in pl., like Lat. excubiae, Polyb.\n from πρόκοιτος', 'key': 'prokoiti/a'}