Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
View word page
προκλύω
προκλύω to hear beforehand, Aesch.
ShortDef
to hear beforehand
Debugging
Headword:
προκλύω
Headword (normalized):
προκλύω
Headword (normalized/stripped):
προκλυω
IDX:
27643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27675
Key:
proklu/w
Data
{'content': 'προκλύω\n to hear beforehand, Aesch.', 'key': 'proklu/w'}