Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
View word page
πρόκλυτος
πρόκλυτος πρό-κλῠτος, ον, κλύω heard formerly, of olden time, Il.

ShortDef

heard formerly, of olden time

Debugging

Headword:
πρόκλυτος
Headword (normalized):
πρόκλυτος
Headword (normalized/stripped):
προκλυτος
IDX:
27642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27674
Key:
pro/klutos

Data

{'content': 'πρόκλυτος\n πρό-κλῠτος, ον,\n κλύω\n heard formerly, of olden time, Il.', 'key': 'pro/klutos'}