Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
View word page
προκλίνω
προκλίνω fut. -κλινῶ to lean forward, Soph.

ShortDef

to lean forward

Debugging

Headword:
προκλίνω
Headword (normalized):
προκλίνω
Headword (normalized/stripped):
προκλινω
IDX:
27641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27673
Key:
prokli/nw

Data

{'content': 'προκλίνω\n fut. -κλινῶ\n to lean forward, Soph.', 'key': 'prokli/nw'}