Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
View word page
προκλητικός
προκλητικός προκλητικός, ή, όν calling forth, challenging: προκλητικόν, τό, a challenge, Plut.

ShortDef

calling forth, challenging

Debugging

Headword:
προκλητικός
Headword (normalized):
προκλητικός
Headword (normalized/stripped):
προκλητικος
IDX:
27640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27672
Key:
proklhtiko/s

Data

{'content': 'προκλητικός\n προκλητικός, ή, όν\n calling forth, challenging: προκλητικόν, τό, a challenge, Plut.', 'key': 'proklhtiko/s'}