προκλητικός
προκλητικός
προκλητικός, ή, όν
calling forth, challenging: προκλητικόν, τό, a challenge, Plut.
{ "content": "προκλητικός\n προκλητικός, ή, όν\n calling forth, challenging: προκλητικόν, τό, a challenge, Plut.", "key": "proklhtiko/s" }