Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
View word page
προκλαίω
προκλαίω Attic -κλάω fut. -κλαύσομαι to weep beforehand or openly, Soph., Eur. trans. to lament beforehand, Hdt., Eur.
ShortDef
to weep beforehand
Debugging
Headword:
προκλαίω
Headword (normalized):
προκλαίω
Headword (normalized/stripped):
προκλαιω
IDX:
27638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27670
Key:
proklai/w
Data
{'content': 'προκλαίω\n Attic -κλάω\n fut. -κλαύσομαι\n to weep beforehand or openly, Soph., Eur.\n trans. to lament beforehand, Hdt., Eur.', 'key': 'proklai/w'}