Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνείρομαι
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσις
ἀνέστιος
ἀνετάζω
ἀνετέος
ἄνετος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
View word page
ἀνερυθριάω
ἀνερυθριάω to begin to blush, blush up, Xen.

ShortDef

to begin to blush, blush up

Debugging

Headword:
ἀνερυθριάω
Headword (normalized):
ἀνερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
ανερυθριαω
IDX:
2766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2767
Key:
a)neruqria/w

Data

{'content': 'ἀνερυθριάω\n to begin to blush, blush up, Xen.', 'key': 'a)neruqria/w'}