Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκατηγορία
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
προκολάζω
View word page
προκινέω
προκινέω to move forward, τὸν στρατόν Xen.: to urge on, ἵππον Xen.:—Pass. with fut. mid. to advance, Xen.
ShortDef
to move forward
Debugging
Headword:
προκινέω
Headword (normalized):
προκινέω
Headword (normalized/stripped):
προκινεω
IDX:
27637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27669
Key:
prokine/w
Data
{'content': 'προκινέω\n to move forward, τὸν στρατόν Xen.: to urge on, ἵππον Xen.:—Pass. with fut. mid. to advance, Xen.', 'key': 'prokine/w'}