Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
προκλύω
προκνημίς
προκοιτία
πρόκοιτος
View word page
προκινδυνεύω
προκινδυνεύω fut. σω to run risk before others, brave the first danger, bear the brunt of battle, Thuc., Dem.; τῷ βαρβάρῳ against the barbarians, Thuc.

ShortDef

to run risk before

Debugging

Headword:
προκινδυνεύω
Headword (normalized):
προκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
προκινδυνευω
IDX:
27636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27668
Key:
prokinduneu/w

Data

{'content': 'προκινδυνεύω\n fut. σω\n to run risk before others, brave the first danger, bear the brunt of battle, Thuc., Dem.; τῷ βαρβάρῳ against the barbarians, Thuc.', 'key': 'prokinduneu/w'}