Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
πρόκλυτος
View word page
προκήδομαι
προκήδομαι only in pres. Dep. to take care of, take thought for, τινος Aesch., Soph.
ShortDef
to take care of, take thought for
Debugging
Headword:
προκήδομαι
Headword (normalized):
προκήδομαι
Headword (normalized/stripped):
προκηδομαι
IDX:
27632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27664
Key:
prokh/domai
Data
{'content': 'προκήδομαι\n only in pres.\n Dep. to take care of, take thought for, τινος Aesch., Soph.', 'key': 'prokh/domai'}