Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκαταφεύγω
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικός
προκλίνω
View word page
προκενόω
προκενόω fut. ώσω to empty beforehand, Luc.

ShortDef

to empty beforehand

Debugging

Headword:
προκενόω
Headword (normalized):
προκενόω
Headword (normalized/stripped):
προκενοω
IDX:
27631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27663
Key:
prokeno/w

Data

{'content': 'προκενόω\n fut. ώσω\n to empty beforehand, Luc.', 'key': 'prokeno/w'}