Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκαταφεύγω
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
προκινέω
προκλαίω
View word page
προκατόψομαι
προκατόψομαι fut. of προκαθοράω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προκατόψομαι
Headword (normalized):
προκατόψομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατοψομαι
IDX:
27628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27660
Key:
prokato/yomai
Data
{'content': 'προκατόψομαι\n fut. of προκαθοράω', 'key': 'prokato/yomai'}