Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκαταφεύγω
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδυνεύω
View word page
προκατηγορέω
προκατηγορέω to bring accusations beforehand, Dem.
ShortDef
to bring accusations beforehand
Debugging
Headword:
προκατηγορέω
Headword (normalized):
προκατηγορέω
Headword (normalized/stripped):
προκατηγορεω
IDX:
27626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27658
Key:
prokathgore/w
Data
{'content': 'προκατηγορέω\n to bring accusations beforehand, Dem.', 'key': 'prokathgore/w'}