Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκαταφεύγω
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρυκεύομαι
προκηρύσσω
View word page
προκατέχω
προκατέχω fut. -καθέξω to hold or gain possession of beforehand, preoccupy, Thuc., Xen.:—Mid. to hold down before oneself, Hhymn.
ShortDef
to hold
Debugging
Headword:
προκατέχω
Headword (normalized):
προκατέχω
Headword (normalized/stripped):
προκατεχω
IDX:
27625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27657
Key:
prokate/xw
Data
{'content': 'προκατέχω\n fut. -καθέξω\n to hold or gain possession of beforehand, preoccupy, Thuc., Xen.:—Mid. to hold down before oneself, Hhymn.', 'key': 'prokate/xw'}