Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκαταφεύγω
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκενόω
προκήδομαι
προκηραίνω
View word page
προκατελπίζω
προκατελπίζω fut. σω to hope beforehand, Polyb.
ShortDef
to hope beforehand
Debugging
Headword:
προκατελπίζω
Headword (normalized):
προκατελπίζω
Headword (normalized/stripped):
προκατελπιζω
IDX:
27623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27655
Key:
prokatelpi/zw
Data
{'content': 'προκατελπίζω\n fut. σω\n to hope beforehand, Polyb.', 'key': 'prokatelpi/zw'}