Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκαταφεύγω
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
προκατέχω
προκατηγορέω
View word page
προκαταπλέω
προκαταπλέω fut. -πλεύσομαι to sail down before, Polyb.
ShortDef
to sail down before
Debugging
Headword:
προκαταπλέω
Headword (normalized):
προκαταπλέω
Headword (normalized/stripped):
προκαταπλεω
IDX:
27616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27648
Key:
prokataple/w
Data
{'content': 'προκαταπλέω\n fut. -πλεύσομαι\n to sail down before, Polyb.', 'key': 'prokataple/w'}