Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκαταφεύγω
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
προκατέχω
View word page
προκαταπίπτω
προκαταπίπτω to fall down before: λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην rumours reached Rome beforehand, Plut.

ShortDef

to fall down before

Debugging

Headword:
προκαταπίπτω
Headword (normalized):
προκαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προκαταπιπτω
IDX:
27615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27647
Key:
prokatapi/ptw

Data

{'content': 'προκαταπίπτω\n to fall down before: λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην rumours reached Rome beforehand, Plut.', 'key': 'prokatapi/ptw'}