Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκαταφεύγω
προκαταχράομαι
προκατελπίζω
προκατεσθίω
View word page
προκαταλύω
προκαταλύω fut. -λύσω to break up or annul beforehand, Thuc.; τὸν βίον πρ. τοῦ ἔργου to end his life before finishing his work, Plut.:—Mid., πρ. τὴν ἔχθρην to end their mutual enmity before, Hdt.

ShortDef

to break up

Debugging

Headword:
προκαταλύω
Headword (normalized):
προκαταλύω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλυω
IDX:
27614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27646
Key:
prokatalu/w

Data

{'content': 'προκαταλύω\n fut. -λύσω\n to break up or annul beforehand, Thuc.; τὸν βίον πρ. τοῦ ἔργου to end his life before finishing his work, Plut.:—Mid., πρ. τὴν ἔχθρην to end their mutual enmity before, Hdt.', 'key': 'prokatalu/w'}