Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκαταφεύγω
View word page
προκαταλαμβάνω
προκαταλαμβάνω fut. -λήψομαι to seize beforehand, preoccupy, Thuc., etc.:—Pass. to be preoccupied, Thuc. metaph. to anticipate, frustrate, Thuc., Aeschin.:—of persons, to anticipate or surprise them, Thuc. to overpower before, Thuc.

ShortDef

to seize beforehand, preoccupy

Debugging

Headword:
προκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
προκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλαμβανω
IDX:
27611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27643
Key:
prokatalamba/nw

Data

{'content': 'προκαταλαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n to seize beforehand, preoccupy, Thuc., etc.:—Pass. to be preoccupied, Thuc.\n metaph. to anticipate, frustrate, Thuc., Aeschin.:—of persons, to anticipate or surprise them, Thuc.\n to overpower before, Thuc.', 'key': 'prokatalamba/nw'}