Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
προκατασκευή
View word page
προκατακλίνω
προκατακλίνω fut. -κλινῶ to make to lie down before others, Joseph.:—Pass., = προκατάκειμαι, Luc.
ShortDef
to make to lie down before
Debugging
Headword:
προκατακλίνω
Headword (normalized):
προκατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
προκατακλινω
IDX:
27610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27642
Key:
prokatakli/nw
Data
{'content': 'προκατακλίνω\n fut. -κλινῶ\n to make to lie down before others, Joseph.:—Pass., = προκατάκειμαι, Luc.', 'key': 'prokatakli/nw'}