Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταρτίζω
προκατάρχω
προκατασκευάζω
View word page
προκατάκειμαι
προκατάκειμαι Pass. to lie down before, Luc.
ShortDef
to lie down before
Debugging
Headword:
προκατάκειμαι
Headword (normalized):
προκατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προκατακειμαι
IDX:
27609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27641
Key:
prokata/keimai
Data
{'content': 'προκατάκειμαι\n Pass. to lie down before, Luc.', 'key': 'prokata/keimai'}