Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
View word page
προκαταγωγή
προκαταγωγή from προκατάγομαι προκαταγωγή, ἡ, a coming into port before, Arr.

ShortDef

a coming into port before

Debugging

Headword:
προκαταγωγή
Headword (normalized):
προκαταγωγή
Headword (normalized/stripped):
προκαταγωγη
IDX:
27606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27638
Key:
prokatagwgh/

Data

{'content': 'προκαταγωγή\n from προκατάγομαι\n προκαταγωγή, ἡ,\n a coming into port before, Arr.', 'key': 'prokatagwgh/'}