Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
προκαταπίπτω
View word page
προκατάγομαι
προκατάγομαι Pass. to get into harbour before, τινος Luc.

ShortDef

to get into harbour before

Debugging

Headword:
προκατάγομαι
Headword (normalized):
προκατάγομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταγομαι
IDX:
27605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27637
Key:
prokata/gomai

Data

{'content': 'προκατάγομαι\n Pass. to get into harbour before, τινος Luc.', 'key': 'prokata/gomai'}