Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλύω
View word page
προκαταγιγνώσκω
προκαταγιγνώσκω from προκαταγγέλλω fut. -γνώσομαι to vote against beforehand, condemn by a prejudgment, c. gen. pers., Dem., etc.; absol., Ar.; μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν not to prejudge in any point, Dem. c. inf., πρ. ἡμῶν ἥσσους εἶναι to prejudge us and say we are inferior, Thuc. πρ. τί τινος, as, φόνον τινός, to give a verdict of murder against one beforehand, Oratt.

ShortDef

to vote against beforehand, condemn by a prejudgment

Debugging

Headword:
προκαταγιγνώσκω
Headword (normalized):
προκαταγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
προκαταγιγνωσκω
IDX:
27604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27636
Key:
prokatagignw/skw

Data

{'content': 'προκαταγιγνώσκω\n from προκαταγγέλλω\n fut. -γνώσομαι\n to vote against beforehand, condemn by a prejudgment, c. gen. pers., Dem., etc.; absol., Ar.; μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν not to prejudge in any point, Dem.\n c. inf., πρ. ἡμῶν ἥσσους εἶναι to prejudge us and say we are inferior, Thuc.\n πρ. τί τινος, as, φόνον τινός, to give a verdict of murder against one beforehand, Oratt.', 'key': 'prokatagignw/skw'}