Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
View word page
προκαθοράω
προκαθοράω fut. -κατόψομαι to examine beforehand, to reconnoitre, Hdt.

ShortDef

to examine beforehand, to reconnoitre

Debugging

Headword:
προκαθοράω
Headword (normalized):
προκαθοράω
Headword (normalized/stripped):
προκαθοραω
IDX:
27599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27631
Key:
prokaqora/w

Data

{'content': 'προκαθοράω\n fut. -κατόψομαι\n to examine beforehand, to reconnoitre, Hdt.', 'key': 'prokaqora/w'}