Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνείρομαι
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσις
ἀνέστιος
ἀνετάζω
View word page
ἀνερεύνητος
ἀνερεύνητος ἐρευνάω not investigated, Plat. that cannot be found out, inscrutable, Eur.

ShortDef

not investigated

Debugging

Headword:
ἀνερεύνητος
Headword (normalized):
ἀνερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
ανερευνητος
IDX:
2762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2763
Key:
a)nereu/nhtos

Data

{'content': 'ἀνερεύνητος\n ἐρευνάω\n not investigated, Plat.\n that cannot be found out, inscrutable, Eur.', 'key': 'a)nereu/nhtos'}