Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
προκαταθέω
View word page
προκαθίημι
προκαθίημι fut. -ήσω to let down beforehand: metaph., πόλιν πρ. εἰς ταραχήν to plunge the city into confusion, Dem.; πρ. τινὰ ἐξαπατᾶν to put a person forward in order to deceive, Dem.

ShortDef

to let down beforehand

Debugging

Headword:
προκαθίημι
Headword (normalized):
προκαθίημι
Headword (normalized/stripped):
προκαθιημι
IDX:
27597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27629
Key:
prokaqi/hmi

Data

{'content': 'προκαθίημι\n fut. -ήσω\n to let down beforehand: metaph., πόλιν πρ. εἰς ταραχήν to plunge the city into confusion, Dem.; πρ. τινὰ ἐξαπατᾶν to put a person forward in order to deceive, Dem.', 'key': 'prokaqi/hmi'}