Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταγωγή
View word page
προκαθίζω
προκαθίζω Ionic -κατίζω to sit down or alight before, Il. to sit in public, sit in state, ἐς θρόνον Hdt.: —so in Mid., Hdt. to settle before, Hdt. trans. to set over, Polyb.

ShortDef

to sit down

Debugging

Headword:
προκαθίζω
Headword (normalized):
προκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
προκαθιζω
IDX:
27596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27628
Key:
prokaqi/zw

Data

{'content': 'προκαθίζω\n Ionic -κατίζω\n to sit down or alight before, Il.\n to sit in public, sit in state, ἐς θρόνον Hdt.: —so in Mid., Hdt.\n to settle before, Hdt.\n trans. to set over, Polyb.', 'key': 'prokaqi/zw'}