Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Προιτίδες
προΐωξις
πρόκακος
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
προκάς
προκαταγγέλλω
View word page
προκαθεύδω
προκαθεύδω fut. -ευδήσω to sleep before or first, Ar.

ShortDef

to sleep before

Debugging

Headword:
προκαθεύδω
Headword (normalized):
προκαθεύδω
Headword (normalized/stripped):
προκαθευδω
IDX:
27593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27625
Key:
prokaqeu/dw

Data

{'content': 'προκαθεύδω\n fut. -ευδήσω\n to sleep before or first, Ar.', 'key': 'prokaqeu/dw'}