Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προΐστημι
προΐσχω
Προιτίδες
προΐωξις
πρόκακος
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαίω
προκάρηνος
View word page
προκάμνω
προκάμνω fut. -καμοῦμαι aor2 προέκαμον to work or toil before, Theogn. to toil for or in defence of, τινός Soph. to grow weary, give up, μὴ πρόκαμνε Aesch.; μὴ προκάμητε πόδα Eur. to have a previous illness, Thuc.;— to be distressed beforehand, Thuc.

ShortDef

to work

Debugging

Headword:
προκάμνω
Headword (normalized):
προκάμνω
Headword (normalized/stripped):
προκαμνω
IDX:
27591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27623
Key:
proka/mnw

Data

{'content': 'προκάμνω\n fut. -καμοῦμαι\n aor2 προέκαμον\n to work or toil before, Theogn.\n to toil for or in defence of, τινός Soph.\n to grow weary, give up, μὴ πρόκαμνε Aesch.; μὴ προκάμητε πόδα Eur.\n to have a previous illness, Thuc.;— to be distressed beforehand, Thuc.', 'key': 'proka/mnw'}