Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προίξ
προϊππεύω
προΐστημι
προΐσχω
Προιτίδες
προΐωξις
πρόκακος
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
View word page
προκάλυμμα
προκάλυμμα προκάλυμμα, ατος, τό, anything put before, a curtain, such as was hung in doorways instead of doors, Aesch. a covering, as a protection, Thuc. metaph. a screen or cloak, Thuc., Luc. from προκᾰλύπτω

ShortDef

anything put before, a curtain

Debugging

Headword:
προκάλυμμα
Headword (normalized):
προκάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
προκαλυμμα
IDX:
27589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27621
Key:
proka/lumma

Data

{'content': 'προκάλυμμα\n προκάλυμμα, ατος, τό,\n anything put before, a curtain, such as was hung in doorways instead of doors, Aesch.\n a covering, as a protection, Thuc.\n metaph. a screen or cloak, Thuc., Luc.\n from προκᾰλύπτω', 'key': 'proka/lumma'}