Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προΐκτης
προίξ
προϊππεύω
προΐστημι
προΐσχω
Προιτίδες
προΐωξις
πρόκακος
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
View word page
προκαλινδέομαι
προκαλινδέομαι Pass. to fall prostrate before another, Isocr., Dem.
ShortDef
to fall prostrate before another
Debugging
Headword:
προκαλινδέομαι
Headword (normalized):
προκαλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαλινδεομαι
IDX:
27588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27620
Key:
prokalinde/omai
Data
{'content': 'προκαλινδέομαι\n Pass. to fall prostrate before another, Isocr., Dem.', 'key': 'prokalinde/omai'}