Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνείρομαι
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσις
ἀνέστιος
View word page
ἀνερευνάω
ἀνερευνάω to examine closely, investigate, Plat.

ShortDef

to examine closely, investigate

Debugging

Headword:
ἀνερευνάω
Headword (normalized):
ἀνερευνάω
Headword (normalized/stripped):
ανερευναω
IDX:
2761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2762
Key:
a)nereuna/w

Data

{'content': 'ἀνερευνάω\n to examine closely, investigate, Plat.', 'key': 'a)nereuna/w'}