Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προθνῄσκω
πρόθρονος
προθρυλέω
προθρῴσκω
πρόθυμα
προθυμέομαι
προθυμητέος
προθυμία
πρόθυμος
προθύραιος
πρόθυρον
προθύω
προϊάλλω
προϊάπτω
προΐζομαι
προΐημι
προίκιος
προΐκτης
προίξ
προϊππεύω
προΐστημι
View word page
πρόθυρον
πρόθυρον πρό-θῠρον, ου, τό, θύρα the front-door, the door leading from the αὐλή, Hom.; also in pl., Hom. the space before a door, a kind of porch or verandah, Lat. vestibulum, Od., Hdt., Attic metaph., Κόρινθος πρόθυρον Ποτειδᾶνος Pind.; πρόθυρα ἀρετῆς Plat.

ShortDef

the front-door, the door leading from the αὐλή

Debugging

Headword:
πρόθυρον
Headword (normalized):
πρόθυρον
Headword (normalized/stripped):
προθυρον
IDX:
27571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27603
Key:
pro/quron

Data

{'content': 'πρόθυρον\n πρό-θῠρον, ου, τό,\n θύρα\n the front-door, the door leading from the αὐλή, Hom.; also in pl., Hom.\n the space before a door, a kind of porch or verandah, Lat. vestibulum, Od., Hdt., Attic\n metaph., Κόρινθος πρόθυρον Ποτειδᾶνος Pind.; πρόθυρα ἀρετῆς Plat.', 'key': 'pro/quron'}