Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προθεραπεύω
πρόθεσις
προθέσμιος
προθεσπίζω
προθέω
προθέω
προθνῄσκω
πρόθρονος
προθρυλέω
προθρῴσκω
πρόθυμα
προθυμέομαι
προθυμητέος
προθυμία
πρόθυμος
προθύραιος
πρόθυρον
προθύω
προϊάλλω
προϊάπτω
προΐζομαι
View word page
πρόθυμα
πρόθυμα πρόθῡμα, ατος, τό, προθύω a preparatory sacrifice, Ar.:— metaph., ἐμὸν θάνατον προθύματʼ ἔλαβεν Ἄρτεμις Eur.

ShortDef

a preparatory sacrifice

Debugging

Headword:
πρόθυμα
Headword (normalized):
πρόθυμα
Headword (normalized/stripped):
προθυμα
IDX:
27565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27597
Key:
pro/quma

Data

{'content': 'πρόθυμα\n πρόθῡμα, ατος, τό,\n προθύω\n a preparatory sacrifice, Ar.:— metaph., ἐμὸν θάνατον προθύματʼ ἔλαβεν Ἄρτεμις Eur.', 'key': 'pro/quma'}