Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προήκω
προησσάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθεραπεύω
πρόθεσις
προθέσμιος
προθεσπίζω
προθέω
προθέω
προθνῄσκω
πρόθρονος
προθρυλέω
προθρῴσκω
πρόθυμα
προθυμέομαι
προθυμητέος
προθυμία
πρόθυμος
προθύραιος
πρόθυρον
View word page
προθνῄσκω
προθνῄσκω fut. -θανοῦμαι aor2 -έθανον to die before, Thuc. to die for another, c. gen., Eur.

ShortDef

to die before

Debugging

Headword:
προθνῄσκω
Headword (normalized):
προθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
προθνησκω
IDX:
27561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27593
Key:
proqnh/skw

Data

{'content': 'προθνῄσκω\n fut. -θανοῦμαι\n aor2 -έθανον\n to die before, Thuc.\n to die for another, c. gen., Eur.', 'key': 'proqnh/skw'}